αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
ανεμοσκορπίδια — τα 1. όσα παρασύρει και διασκορπίζει ο άνεμος 2. περιουσία που εξανεμίστηκε γρήγορα … Dictionary of Greek
διανεμητής — ο (θηλ. τρία, η) (Μ διανεμητής) [διανέμω] αυτός που διανέμει νεοελλ. γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς … Dictionary of Greek
διασκόρπιση — η (Α διασκόρπισις, εως) 1. το να διασκορπίζει κανείς κάτι 2. σπατάλη, διασπάθιση … Dictionary of Greek
διαφορητικός — ή, ό (Α διαφορητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί διαφόρηση*, εφίδρωση αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης) 2. αυτός που έχει εφίδρωση … Dictionary of Greek
ειρηνόχυτος — εἰρηνόχυτος, ον (Α) αυτός που διασκορπίζει την ειρήνη … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
σκεδαστής — ο ΝΜΑ, και θηλ. σκεδάστρια Ν αυτός που διασκορπίζει («τῶν προστάξεων τοῡ σκεδαστοῡ Φαραὼ ἠλόγουν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. τής (πρβλ. κερασ τής)] … Dictionary of Greek
σκεδαστικός — ή, ό / σκεδαστικός, ή, όν, ΝΑ ο ικανός, ο επιτήδειος στό να διασκορπίζει («δάφνη... σκεδαστικὴ φασμάτων ἐστί», Ιω.Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. τικός (πρβλ. ονομασ τικός)] … Dictionary of Greek
σκορπιστικός — ή, όν, Α [σκορπιστός] αυτός που διασκορπίζει και, κυρίως, αυτός που εξαλείφει κάτι … Dictionary of Greek